- κτιστολάτρης
- ο, θηλ. κτιστολάτρις (AM κτιστολάτρης, θηλ. κτιστολάτρις)νεοελλ.-μσν.στον πληθ. οι κτιστολάτραιαιρετικοί μονοφυσίτες τού 6ου αιώνα που υποστήριζαν ότι το άφθαρτο σώμα τού Χριστού είναι κτιστόμσν.-αρχ.κτισματολάτρης*, ειδωλολάτρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτιστός + λάτρης (< λάτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.